- ῥιψοκινδυνία
- ῥιψοκινδῡν-ία, ἡ,= -ευσία, Cat.Cod.Astr. 2.173.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ριψοκινδυνία — ἡ, Α [ριψοκίνδυνος] η ῥιψοκινδυνευσία* … Dictionary of Greek
ῥιψοκινδυνίας — ῥιψοκινδυνίᾱς , ῥιψοκινδυνία fem acc pl ῥιψοκινδυνίᾱς , ῥιψοκινδυνία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)